- ἐκχωρήσεως
- ἐκχωρήσεω̆ς , ἐκχώρησιςgoing outfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
εκχωρητήριο — το 1. η νομική πράξη με την οποία εκχωρείται κάτι 2. το έγγραφο τής εκχωρήσεως 3. σκαμμένοι χώροι σε διάφορα σημεία υπονόμου (εσοχές), όπου μπορεί να παραμερίσει κανείς για να περάσει κάποιος που έρχεται από αντίθετη κατεύθυνση … Dictionary of Greek